- ἱεροσύλου
- ἱεροσύ̱λου , ἱερόσυλοςtemple-robbermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… … Dictionary of Greek
Ιξίων — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του ιερόσυλου Φλεγύα ή του Άρη, βασιλιάς των Λαπήθων. Όταν σκότωσε τον πεθερό του (ο πρώτος φόνος συγγενικού προσώπου στη μυθολογία), o Ι. κατελήφθη από μανία. Όμως, ο Δίας τον έσωσε, εξαγνίζοντάς τον, τον ανέβασε στον… … Dictionary of Greek